- ψιμυθίωση
- ηφκιασίδωμα, επάλειψη της επιδερμίδας του προσώπου με ψιμύθιο, με καλλυντική αλοιφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιμυθίωση — η, Ν [ψιμυθιώ] επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο, φτειασίδωμα … Dictionary of Greek
βάψιμο — το (Μ βάψιμο[ν]) το να βάφει κανείς κάτι νεοελλ. 1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου 2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω] … Dictionary of Greek
ζωγραφιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος] νεοελλ. 1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα 2.… … Dictionary of Greek
κατατριβή — η (Α κατατριβή) [κατατρίβω] καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνου αρχ. 1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου 2. σπατάλη, ασωτεία … Dictionary of Greek
παραφυκισμός — ὁ, Α ο καλλωπισμός τού προσώπου με το ψιμύθιο φύκος*, η ψιμυθίωση, το φκειασίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φυκίζω (< φῦκος)] … Dictionary of Greek
ψιμυθισμός — ὁ, Α [ψιμυθίζω] η ψιμυθίωση … Dictionary of Greek